Φραγκιά — η 1. η χώρα των Φράγκων, η δυτική Ευρώπη. 2. το σύνολο των Φράγκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεθνικός — ή, ό ο αντίθετος στα συμφέροντα του έθνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
αντισυνταγματικός — ή, ό αυτός που αντιβαίνει προς τις διατάξεις του συντάγματος («αντισυνταγματικός νόμος», «αντισυνταγματική διάταξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + συνταγματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
Δενδρινός, Ιερόθεος — (Επάνω Χωριό, Ιθάκη 1697 – Σμύρνη 1780). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Σπούδασε στη σχολή της Πάτμου, κοντά στον Μακάριο Καλογερά και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Εκεί ανέλαβε τη διεύθυνση της ελληνικής σχολής, η οποία αργότερα έγινε… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Μακρής, Δημήτρης — (Αθήνα 1937 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη Ρώμη κι εργάστηκε για ένα διάστημα στο Μιλάνο, γυρίζοντας διάφορα ντοκιμαντέρ. Το 1974 γύρισε το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, Εδώ Πολυτεχνείο, ταινία αφιερωμένη στα… … Dictionary of Greek
καμπανίζω — καμπάνισα, χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, ηχώ σαν καμπάνα: Καμπανίζει στη Φραγκιά κι ακούγεται στην Πόλη (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)